- νήφειν
- νήφωto be soberpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
говѣиныи — (20) пр. 1. Благоговейный, благочестивый: Въ скърбьхъ тьрпѣти. къ || всѣмъ съмѣренѹ быти. величѩни˫а бѣгати. говѣинѹ быти (νήφειν) Изб 1076, 102 об.–103; то же ЗЦ к. XIV, 42а; Аще кто законьныи бракъ порокуеть. и вѣрну сущю жену и бл҃гч(с)тиву. і … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
νήφω — (Α νήφω και δωρ. τ. νάφω) 1. είμαι εγκρατής στο κρασί, απέχω από το κρασί, είμαι νηφάλιος, ξεμέθυστος («εἶεν δή, ἄνδρες δοκεῑτε γάρ μοι νήφειν οὐκ ἐπιτρεπτέον ὑμῑν, ἀλλὰ ποτέον», Πλάτ.) 2. μτφ. έχω πνευματική διαύγεια, είμαι ψύχραιμος, ήρεμος αρχ … Dictionary of Greek
νηπτικός — ή, ό (Α νηπτικός, ή, όν) [νήπτης] αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός νεοελλ. φρ. α) «νηπτική θεολογία κίνηση και τάση τής ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο τής οποίας είναι … Dictionary of Greek